θυρεοειδικός

θυρεοειδικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θυρεοειδή αδένα
2. φρ. (βιοχ.) «θυρεοειδικές ορμόνες» — ορμόνες που εκκρίνονται από τον θυρεοειδή αδένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyroidal < thyroid (πρβλ. θυρεοειδής) + -al αντίστοιχη τής ελλ. κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερθυρεοειδικός — ή, ό, Ν ιατρ. 1. ο σχετικός με τον υπερθυρεοειδισμό 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υπερθυρεοειδισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperthyroidien (< υπερ * + θυρεοειδικός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”